Χρήση πίσσας και διαδικασία παραγωγής της με καμίνια
 
Η πίσσα είναι η ρητινώδης ουσία που ρέει από τους κορμούς των πεύκων αλλά και άλλων κωνοφόρων δένδρων όταν αυτά τρυματίζονται. Η πίσσα του πεύκου στα παλιά χρόνια αποτελούσε πολύτιμο βιομηχανικό και φαρμακευτικό υλικό. Χρησιμοποιείτο για επάλειψη πληγών ανθρώπων, ζώων και δένδρων. Επίσης χρησιμοποιείτο για τη στεγανοποίηση πήλινων αγγείων με την επάλειψη αυτών ώστε να αποθηκεύονται σ’ αυτά υγρά προϊόντα. Πολλές φορές οι βοσκοί άλειφαν τους μαστούς των ζώων όταν αυτά γεννούσαν για να εμποδίζουν τα νεογέννητα να θηλάζουν αυξάνοντας έτσι την παραγωγή γάλακτος.
Τα καμίνια ήταν ο χώρος παραγωγής της πίσσας. Ήταν πέτρινα, πρόχειρα κατασκευασμένα που εγκαταλείπονταν μετά το πέρας της εργασίας. Τα καμίνια που σκάβονταν μέσα στη γη αποτελούντων από δύο λάκκους. Ο ένας λάκκος ήταν πιο ψηλά και ήταν μεγαλύτερος του άλλου. Στη βάση του λάκκου αυτού υπήρχε αγωγός που οδηγούσε με ελαφριά κλίση χαμηλότερα στο μικρότερο λάκκο, το λεγόμενο καταλάτσι.
 
 
Η διαδικασία παραγωγής της πίσσας σε καμίνια ήταν η ακόλουθη:
 
Μικρά τεμάχια ρητινώδους καρδιόξυλου τοποθετούνταν όρθια σε στρώματα μέχρι να γεμίσει ο λάκκος.Τα ξύλα είχαν περίπου 10 εκ. μήκος και πάχος 5-10 εκ. Αφού γεμιζόταν το καμίνι με ξύλα, σκεπαζόταν με φτέρες, βρύα και λάσπη, εκτός από ένα άνοιγμα στην πάνω επιφάνεια από το οποίο έβαζαν ψωτιά στο καμίνι.
Το γέμισμα αναβόταν από πάνω προς τα κάτω μέχρι να καεί όλη η ξυλεία που βρισκόταν στο καμίνι.
Κατά τη διάρκεια της καύσης της ξυλείας, το κατράμι (υγρή ωμή πίσσα) έπεφτε από το μεγάλο λάκκο στο καταλάτσι. Το κατράμι για να μεταβληθεί σε πίσσα αναβόταν από το μάστορα μέχρι να ψηθεί. Ο πισσάς (ο μάστορας) καταλάβαινε ότι η πίσσα ήταν έτοιμη από τη γεύση και ακολούθως έσβηνε τη φωτιά με χλωρά κλαδιά. Η έτοιμη πίσσα μεταφερόταν από το καταλάτσι σε μικρότερα ξύλινα καλούπια για να στερεοποιηθεί στην επιθυμητή μορφή.